κεραυνοβολούμαι

κεραυνοβολούμαι
κεραυνοβολούμαι, κεραυνοβολήθηκα, κεραυνοβολημένος βλ. πίν. 74
——————
Σημειώσεις:
κεραυνοβολούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (κεραυνοβολιόμουν).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βροντώ — (AM βροντῶ, άω) [βροντή] 1. (γ πρόσ.) (ενν. υποκ. ο θεός, ο ουρανός, ο Ζεύς) ακούγεται ο ήχος της βροντής 2. παράγω βρόντο νεοελλ. 1. χτυπώ με κεραυνό, κεραυνοβολώ 2. ρίχνω κάτω κάποιον ή κάτι με βρόντο 3. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά 4. αντηχώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”